-
1 βαλίτσα
[валица] ουσ. Θ. чемодан.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βαλίτσα
-
2 вынуть
вынуть βγάζω αποσύρω (из влечь); \вынуть из кармана (из чемодана ) βγάζω από την τσέπη (τη βαλίτσα)* * *βγάζω; αποσύρω ( извлечь)из карма́на (из чемода́на) — βγάζω από την τσέπη (τη βαλίτσα)
-
3 её
её 1. род. и вин. п. от она 2. в знач. притяж. мест. (δικός, δική, δικό) της; это её место αυτή η θέση είναι δική της; этот чемодан её αυτή η βαλίτσα είναι δική της* * *1. род. и вин. п. от она 2. в знач. притяж. мест.(δικός, δική, δικό) τηςэ́то её ме́сто — αυτή η θέση είναι δική της
э́тот чемода́н её — αυτή η βαλίτσα είναι δική της
-
4 тяжёлый
тяжёлый 1) (о весе) βαρύς; \тяжёлый чемодан η βαριά βαλίτσα 2) (трудный) δύσκολος; επίπονος; κουραστικός (утомительный)' \тяжёлый труд η σκληρή δουλειά* * *1) ( о весе) βαρύςтяжёлый чемода́н — η βαριά βαλίτσα
2) ( трудный) δύσκολος; επίπονος; κουραστικός ( утомительный)тяжёлый труд — η σκληρή δουλειά
-
5 уложить
уложить 1) τοποθετώ; \уложить в постель βάζω στο κρεβάτι 2) (упаковать) ταχτοποιώ, μαζεύω; \уложить вещи δένω (или ετοιμάζω) τις αποσκευές* \уложить чемодан ταχτοποιώ τη βαλίτσα μου 3) (сделать причёску): \уложить волосы χτενίζω τα μαλλιά \уложиться (уложить вещи ) ταχτοποιώ τις βαλίτσες μου* * *1) τοποθετώуложи́ть в посте́ль — βάζω στο κρεβάτι
2) ( упаковать) ταχτοποιώ, μαζεύωуложи́ть ве́щи — δένω ( или ετοιμάζω) τις αποσκευές
уложи́ть чемода́н — ταχτοποιώ τη βαλίτσα μου
3) ( сделать причёску)уложи́ть во́лосы — χτενίζω τα μαλλιά
-
6 чемодан
-
7 уместить
умещу, уместишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умещённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ. τοποθετώ, κάνω να χωρέσει, να μπει•уместить все вещи в чемодан χωρώ όλα τα πράγματα στη βαλίτσα.
|| βάζω, τακτοποιώ•уместить поудобнее τακτοποιώ πιο άνετα ή βολικά.
1. χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι•вещи -лись в чемодан τα πράγματα χώρεσαν στη βαλίτσα.
2. τοποθετούμαι, πιάνω θέση, χώρο. -
8 чемодан
η βαλίτσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чемодан
-
9 кожа
кож||аж1. τό δέρμα / ἡ ἐπιδερμίδα [-ις] (тк. человека)·2. (выделанная) τό δέρμα, τό πετσί:чемодан из свиной \кожаи ἡ βαλίτσα ἀπό χοιρινό δέρμά3. (плода) τό φλούδι, ὁ φλοιός, ἡ φλούδα· ◊ лезть из \кожаи во́н τρώγω τά λυσσακά μου, βάζω ὀλα μου τά δυνατά· \кожа да ко́сти разг πετσί καί κόκκαλο· мороз по \кожае подирает разг ἀνατριχιάζω· гусиная \кожа τό ἀνατρίχιασμα. -
10 нести
нес||ти́несов1. прям., перен φέρ(ν)ω, κουβαλώ, κρατῶ, βαστάζω:\нести чемодан κουβαλώ τή βαλίτσα·2. (гнать, мчать) φέρνω:по реке \нестиет лодку ὁ ποταμός παρασύρει τήν βάρκα· ветер \нестиет пыль (ό ἀέρας) σηκώνει σκόνη·3. (выполнять) ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, ἔχω:\нести обязанности ἐκτελώ καθήκοντα· \нести службу εἶμαι ὑπηρεσία· \нести караул φρουρώ, εἶμαι σκοπός· \нести дежурство εἶμαι ἐφημερεύων, εἶμαι τῆς ὑπηρεσίας·4. (терпеть) ὑφίσταμαι, ὑποβάλλομαι, ὑποφέρω:\нести наказание ὑφίσταμαι τιμωρίαν \нести потери воен. ὑφίσταμαι ἀπώλειες· \нести убытки ζημιώνω (άμετ.)· \нести ответственность φέρω εὐθύνην5. (приносить с собой) προξενώ, ἐπιφέρω:\нести смерть ἐπιφέρω θάνατο·6. безл (пахнуть):оттуда \нестиет чем-то ἀπό ἐκεῖ -Ερχεται μιά μυρωδιά· от него́ \нестиет табаком μυρίζει καπνό·7. безл (дуть):\нестиет из-под полу φυσά κάτω ἀπό τό πάτωμα·8. (о птицах):\нести яйца γεννώ αὐγά· ◊ \нести вздор λεω ἀνοησίες, λέω τρίχες· куда тебя \нестиет? разг γιά ποῦ τώβαλες; -
11 отпирать
отпиратьнесов ἀνοίγω, ξεκλειδώνω:\отпирать чемоди́н ἀνοίγω τή βαλίτσα· \отпирать ворота ξεμανταλώνω (ἀνοίγω) τήν αὐλόπορτα -
12 пустой
пуст||ойприл1. κενός, ἄδειος/κούφιος (полый)/ ἀκατοίκητος (о жилье)/ ἔρημος (безлюдный):\пустой чемодан ἡ ἄδεια βαλίτσα· \пустойо́е пространство ὁ κενός χώρος, τό κενό·2. (бессодержательный) τιποτέ-νιος, κούφιος:\пустой человек τιποτένιος (или κούφιος) ἄνθρωπος· что за \пустойа́я голова! τί κούφιο κεφάλι!·3. (неосновательный, напрасный) μάταιος, φροῦδος, ἀβάσιμος:\пустойые слова λόγια τοῦ ἀέρα, ἀερολογήμα-τα, κενά λόγια· \пустойые обещания οἱ κενές ὑποσχέσεις, τά παχειά λόγια· \пустойые мечты τά μάταια ὀνειρα, οἱ φαντασιοκοπίες· \пустойая отговорка ἡ πρόφαση· ◊ с \пустойыми руками μέ ἄδεια χέρια· переливать из \пустойо́го в порожнее погов. κοπανώ ἀέρα, κάνω τόν ᾶνεμο κουβάρι, δεματιάζω τ' αὐγά· \пустойо́е место ἡ νοῦλα, τό μηδενικό. -
13 саквояж
саквояжм ἡ μικρή βαλίτσα, ἡ μικρή τσάντα. -
14 совать
соватьнесов βάζω, χώνω:\совать ру́ки в кармин βάζω τά χέρια στήν τσέπη μου· \совать вещи в чемода́н χώνω τά πράγματα στή βαλίτσα· ◊ \совать нос не в свой дела разг φυτρώνω ἐκεῖ πού δέν μέ σπέρνουν, χώνω παντοῦ τήν μύτη μου. -
15 фибровый
фибровыйприл ἀπό πεπιεσμένο χαρτόνι:\фибровый чемода́н βαλίτσα ἀπό πεπιεσμένο χαρτόνι. -
16 чемодан
чемоданм ἡ βαλίτσα· ◊ сидеть на \чемоданах εἶμαι ὑπ' ἀτμόν. -
17 что
что Iмест, (чего, чему́, чем, о чем)1. вопр. и относ. τί (τίνος, μέ τί, γιατί, γιά ποιο):что случилось? τί συνέβη;· что ты заду́мался? τί σκέπτεσαι;· что за ерунда! τί ἀνοησίες!, τί κουροφέξαλα!· что за шум? τί θόρυβος εἶναι αὐτός;· чего́ тебе хочется? τί θέλεις;· чего́-чего́ у них (только) нет καί τί δέν ἔχουν2. вопр. и относ, (сколько) πόσον, τί:что стоит книга? πόσο κοστίζει τό βιβλίο; что есть ду́ху μέ ὅλες του τίς δυνάμεις·3. относ. ὁ ὀποιος (ή ὁποία, τό ὀποιον, οἱ ὀποιοι, οἱ ὁποίες, τά ὀποια), πού:дом, что стоит на углу́ τό σπίτι, πού εἶναι στή γωνία·4. неопр. (что-нибудь) κάτι, τίποτε:чуть что μέ τό παραμικρό· в случае чего́ ἐάν συμβή τίποτε·5. вопр. (в каком положении, как поживает) πῶς:что ваша сестра? πῶς εἶναι ἡ ἀδελφή σας;· что больной? πώς εἶναι ὁ ἀρρωστος;· ◊ а что? καί τί μ' αὐτό;· ты что, хочешь ехать? τί, θέλεις νά φύγεις;· ни за что (на свете) ποτέ!, οὐδέποτε!· ни за что, ни про что γιά τό τίποτε· что толку в этом? καί τί τό ὀφελος;· что ли разг (вводн. сл., выражающее неуверенность, сомнение):пойдем, что ли? τί λες, "πδμε;· вот что ἄκου λοιπόν вот что, приходите послезавтра ἐλατε μεθαύριο· что ты!, что вы! а) μά τί λες, τί λέτε, εἶναι ἀδύνατον (при выражении удивления), б) τί λες καημένε (при возражении)· что бы ни случилось δ,τι καί νά συμβεί· что бы вы ни сказали δ,τι καί νά πείτε· чуть что μέ τό παραμικρό· что до, что касается ὀσον ἀφορα, ὅσο γιά· что до меня ὅσο γιά μένα...· ни к чему δέν χρειάζεται· ни с чем (остаться, уйти́ и т. п.) χωρίς τίποτε· с чего́ он это. взял? ποῦ του ήρθε αὐτό;что IIсоюз τί, πού:досадно, что я опоздал λυποῦμαι πού ἀργησα· чемодан такой тяжелый, что я не могу́ его́ поднять ἡ βαλίτσα εἶναι τόσο βαρειά πού δέν μπορώ νά τήν σηκώσω· сказал так ти́хо, что никто́ не услышал τό είπε τόσο σιγά πού κανείς δέν τόν ἄκου-σε· я рад, что вижу вас χαίρομαι πού σᾶς βλέπω· что ты пойдешь, что я \что все равно́ είτε ἐσύ θά πᾶς εἰτε ἐγώ τό ἰδιο κάνει. -
18 саквояж
[σακβαγιάς] ουσ. α η μικρή βαλίτσα -
19 чемодан
[τσιμαντάν] ουσ. α βαλίτσα -
20 саквояж
[σακβαγιάς] ουσ α η μικρή βαλίτσα
См. также в других словарях:
βαλίτσα — και τζα, η 1. ταξιδιωτικός σάκκος, παραλληλεπίπεδου σχήματος, ο οποίος αποτελείται από δύο μισά που συνδέονται με στρόφιγγες και χρησιμεύει στη μεταφορά προσωπικών ειδών 2. φρ. «διπλωματική βαλίτσα» ο διπλωματικός σάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
βαλίτσα — η (λ. γαλλ.), ταξιδιωτικός σάκος που χρησιμεύει για τη μεταφορά ρούχων και άλλων αντικειμένων: Φόρτωσε τις βαλίτσες στο αυτοκίνητο για να ξεκινήσουμε το ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… … Wikipedia
Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей … Википедия
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
μάρσιπος — ο (Α μάρσιπος και μάρσιππος) σάκος από δέρμα ή στερεό ύφασμα νεοελλ. 1. ζωολ. θύλακος που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη μεταφορά τών νεογνών τους 2. βαλίτσα αρχ. 1. κατάπλασμα 2. κρησάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η… … Dictionary of Greek
παραγεμίζω — και παραγιομίζω 1. γεμίζω κάτι πάρα πολύ, υπερπληρώ («παραγέμισες τη βαλίτσα») 2. προσθέτω στο κυρίως φαγητό διάφορα υλικά ή αρτύματα, βάζω τη γέμιση («παραγεμίζω τα κολοκυθάκια») 3. μτφ. (σχετικά με λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο) παρενθέτω… … Dictionary of Greek
χαμένος — η, ο, Ν 1. (για πράγμ.) αυτός που έχει χαθεί (α. «χαμένη βαλίτσα» β. «χαμένη υπόθεση») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχασε χρήματα σε χαρτοπαίγνιο ή σε επιχείρηση 3. μτφ. ανόητος, ευήθης 4. υβριστική έκφραση («τί θες βρε χαμένε και συνεχώς μέ… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
ασήκωτος — η, ο 1. εκείνος που δε σήκωσαν ή δεν είναι δυνατό να σηκωθεί: Η βαλίτσα ήταν ασήκωτη. 2. ο νεκρός τον οποίο δεν κήδεψαν ακόμη: Όταν έφτασαν, βρήκαν το νεκρό ασήκωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρύς, -ιά, -ύ — πληθ. ιοί, ιές, ιά 1. αυτός που έχει μεγάλο βάρος και δύσκολα μετατοπίζεται, ο δυσκίνητος: Σήκωσε μια βαριά βαλίτσα. 2. σοβαρός, οξύς: Υποφέρει από βαριά αρρώστια. 3. ογκώδης, άκομψος: Δε μου αρέσει η βαριά διακόσμηση. 4. πυκνός: Βαρύς καφές. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)